- ανίσχυρος
- 1) feeble2) weak
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
ἀνίσχυρος — not strong masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανίσχυρος — η, ο (AM ἀνίσχυρος, ον) 1. ο χωρίς ισχύ, δύναμη, αδύναμος, ανίκανος 2. αυτός που δεν έχει νομικό κύρος, ο άκυρος … Dictionary of Greek
ανίσχυρος — η, ο 1. αδύναμος: Δυστυχώς είμαι ανίσχυρος να εμποδίσω την αδικία. 2. άκυρος: Η διαθήκη αυτή, όπως έγινε, είναι ανίσχυρη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνισχύρως — ἀνίσχυρος not strong adverbial ἀνίσχυρος not strong masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνίσχυρον — ἀνίσχυρος not strong masc/fem acc sg ἀνίσχυρος not strong neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνισχύροις — ἀνίσχυρος not strong masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνισχύρους — ἀνίσχυρος not strong masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνισχύρων — ἀνίσχυρος not strong masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνίσχυρα — ἀνίσχυρος not strong neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνίσχυροι — ἀνίσχυρος not strong masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ΟΗΕ — (Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών). Διεθνής οργάνωση που έχει ως κύριο σκοπό τη διατήρηση της ειρήνης και της ασφάλειας μεταξύ όλων των χωρών. Η ιδέα της συγκέντρωσης όλων των χωρών του κόσμου σε μια οργάνωση, που να αποκλείει την προσφυγή στα όπλα για… … Dictionary of Greek